λαχανόγουλο

λαχανόγουλο
το кольраби

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαχανόγουλο" в других словарях:

  • λαχανόγουλο — το (Μ λαχανόγουλο) νεοελλ. κοινή ονομασία τού φυτού γογγυλοκράμβη ή γογγὺλι μσν. βλαστάρι τών λαχάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο(ν) + γουλί «βλαστάρι τών λαχάνων»] …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»